Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024
Athens WalkScary Athens

Το στοιχειωμένο σπίτι της οδού Μαυρομιχάλη, στην Αθήνα του 1913

Το στοιχειωμένο σπίτι της οδού Μαυρομιχάλη, στην Αθήνα του 1913. Ήταν αρχές του 20ου αιώνα. Σε ένα συμβολαιογραφείο της Αθήνας συνέβη ένα φαινομενικά ασήμαντο γεγονός, αλλά κατά βάθος άξιο προσοχής, όπως το κατέστησαν τα όσα παράξενα το προκάλεσαν.

Επρόκειτο, λοιπόν, να ακυρωθεί το συμβόλαιο μίσθωσης ενός σπιτιού, το οποίο είχε ενοικιαστεί τον Σεπτέμβριο του 1912 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 1913. Ο ιδιοκτήτης και ο ενοικιαστής συνομιλούσαν φιλικότατα, αν και ο τελευταίος θα τον ζημίωνε, αφού θα του άφηνε το σπίτι ξενοίκιαστο, νωρίτερα από το συμφωνηθέν.

Διημείφθη, μάλιστα, μεταξύ τους και ο εξής διάλογος:

-Μα, έπρεπε να μου το πεις, φίλε μου, ότι θα έφευγες από το σπίτι μου.
-Λέγονται, καημένε, τέτοια πράγματα; Να μετακομίζω έπειτα από έξι μόνο μήνες, επειδή το σπίτι σου έχει φαντάσματα;
-Σσστ… Δεν πρέπει να μας ακούσουν. Θα γράψουμε κάποιον άλλο λόγο στο συμβόλαιο για τη διάλυση της συμφωνίας μας. Θα πούμε, δηλαδή, ότι φεύγεις, επειδή το σπίτι δεν έχει νερό.

Ο συμβολαιογράφος ετοίμασε το έγγραφο, που ανέφερε ότι η μίσθωση λύθηκε εξαιτίας του ότι το σπίτι δεν έφερε τα οριζόμενα υπό του συμβολαίου. Ακολούθως, υπέγραψαν και οι δυο και κατόπιν, αποχώρησαν μαζί, συνομιλώντας εγκάρδια.

Στο συμβολαιογραφείο έτυχε να βρίσκεται και ο κύριος Στέφης, ένας νέος ηλικίας 20 περίπου ετών. Χωρίς να το θέλει, άκουσε τη λέξη “φαντάσματα” και επειδή ήταν θιασώτης της θεωρίας του Γάλλου Αστρονόμου και Πνευματιστή Camille Flammarion, ο οποίος είχε εντρυφήσει στη μελέτη του Μεταφυσικού, θέλησε να μάθει περισσότερα για το συγκεκριμένο σπίτι. Εφόσον ο συμβολαιογράφος ήταν φίλος του, πληροφορήθηκε αμέσως τη διεύθυνση του εν λόγω σπιτιού, που του έγινε εμμονή να το ερευνήσει.

Camille
Η τελευταία φωτογραφία του Camille Flammarion (26/02/1842 – 03/06/1925)

Το δυσοίωνο σπίτι στεκόταν στην οδό Μαυρομιχάλη. Ήταν μια συνηθισμένη, διώροφη μονοκατοικία της εποχής. Ένα πελώριο ενοικιαστήριο βρισκόταν στην εξώθυρά του. Κοιτώντας το απέξω, τίποτε δεν προμήνυε την ύπαρξη φαντασμάτων.

Εκεί κοντά υπήρχε ένα μικρό μπακάλικο. Ο Στέφης αποφάσισε να μάθει περισσότερες πληροφορίες για το σπίτι. Ένας υπάλληλος προσφέρθηκε να του πει ό,τι γνώριζε.

-Ξέρεις γιατί ξενοικιάστηκε αυτή εδώ η οικία;
-Λένε, κύριε, πως έχει φαντάσματα.
-Είσαι βέβαιος;
-Τι να σας πω; Να, από τότε που ήρθε εδώ η οικογένεια του Μπ., άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες πως το σπίτι είναι ύποπτο. Πολλά βράδια αναστατώθηκε ολόκληρη η γειτονιά από τις φωνές τους. Μάλιστα, είχαν κι έναν θάνατο εξαιτίας των φαντασμάτων.
-Θάνατο;
-Ναι και ο θάνατος αυτός έχει ολόκληρη ιστορία. Εκείνο που θυμάμαι είναι πως η αδερφή του Μπ., η οποία ήταν μια γεροντοκόρη 70 ετών, βρέθηκε έξαφνα ένα πρωί αναίσθητη κάτω από το κρεβάτι της. Σε λίγους μήνες πέθανε και ο κόσμος έλεγε πως ο θάνατός της προκλήθηκε από τα φαντάσματα του σπιτιού.

Ο Στέφης ήταν πλέον αποφασισμένος να ξεκαθαρίσει την υπόθεση, που τον είχε σαγηνέψει και να τη διαλευκάνει στο έπακρο. Ευχαρίστησε τον υπάλληλο και του ζήτησε να μην πει σε κανέναν τίποτε για τις ερωτήσεις που του είχε κάνει. Μόλις έφυγε, ευθύς αφοσιώθηκε στην έρευνα σχετικά με το φερόμενο ως στοιχειωμένο σπίτι της οδού Μαυρομιχάλη.

Η τύχη τον ευνόησε, ώστε να γνωρίσει τον μικρό ανιψιό του κυρίου Μπ., ο οποίος του διηγήθηκε λεπτομερώς όλα τα συμβάντα που διαδραματίστηκαν στην οικία του δύστυχου θείου του.

Ο κύριος Μπ. είχε βρει μόνος του το σπίτι στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1912, ώστε να στεγαστεί η επταμελής οικογένειά του, η οποία βρισκόταν ακόμα σε καλοκαιρινές διακοπές και θα επέστρεφαν τις πρώτες μέρες του Οκτωβρίου. Η οικογένειά του αποτελούνταν από τη σύζυγό του, τα τρία του παιδιά και τα δυο αποθανόντα αδέρφια του, την Ειρήνη και τον Νότη Μπ., οι οποίοι πέθαναν ο ένας μετά τον άλλον, κατά μυστηριώδη τρόπο, εξαιτίας των φαντασμάτων, όπως ισχυρίζονταν τα μέλη της οικογένειας.

Αν και οι γείτονες φρόντισαν από την πρώτη κιόλας στιγμή να τους πληροφορήσουν ότι στο σπίτι εκείνο συνέβαιναν περίεργα και φοβερά πράγματα, κανείς τους δεν έδωσε σημασία. Όμως, ευθύς μετάνιωσαν πικρά, που το νοίκιασαν παρά τις ζοφερές προειδοποιήσεις.

Ήταν η πρώτη βραδιά που η οικογένεια θα κοιμόταν μέσα στο καινούριο τους σπίτι. Όλα ήταν ανάστατα, όπως συνηθίζεται στις μετακομίσεις. Δεν είχαν τοποθετηθεί ακόμη όλα τα έπιπλα στη θέση τους, ούτε είχε τακτοποιηθεί όλος ο ρουχισμός.

Κατάκοποι, έπεσαν να κοιμηθούν, όταν γύρω στα μεσάνυχτα ακούστηκαν γοερά κλάματα μικρού παιδιού και βιαστικές πατημασιές. Υπέθεσαν ότι έκαναν λάθος και συνέχισαν τον ύπνο τους, καθώς ένιωθαν εξαντλημένοι από το ταξίδι της επιστροφής στην πόλη και τη διαδικασία της μετεγκατάστασης. Μα, οι αινιγματικοί κρότοι άρχισαν να ζωηρεύουν ακόμα περισσότερο.

Η κυρία Φανή, σύζυγος του Μπ,. ήταν η πρώτη που αντιλήφθηκε τους κρότους και ξύπνησε τον άντρα της έντρομη. Μέσα στο απαίσιο σκοτάδι, κράτησαν έως και την αναπνοή τους, για να αφουγκραστούν καλύτερα τους θορύβους, που προέρχονταν από το επάνω πάτωμα, εκεί που βρισκόταν η κουζίνα. Καρέκλες, τραπέζια, μπαούλα σύρονταν με πάταγο, δημιουργώντας μια κόλαση ισχυρών θορύβων.

Εκείνο, όμως, που τους έκανε να χάσουν παντελώς την εναπομείνασα ψυχραιμία και αυτοσυγκράτησή τους ήταν η άγρια και τρομακτική πτώση της βαριάς, ξύλινης πιατοθήκης, που την ακολούθησε η καταστροφική θραύση όλων των πιάτων. Έτρεξαν αμέσως όλοι στην κουζίνα. Η έκπληξη τους διαπέρασε και το σοκ τους καθήλωσε. Καμία απολύτως αλλαγή. Τα πάντα ήταν στη θέση τους, όπως ακριβώς τα είχαν αφήσει, πριν πέσουν στα κρεβάτια τους.

Τότε, άρχισαν να ψάχνουν όλο το σπίτι, απ’ άκρη σ’ άκρη, για περισσότερο από μια ώρα. Τίποτα το ύποπτο ή το διαφορετικό. Αποκαρδιωμένοι, αποφάσισαν να ξαπλώσουν. Τα φώτα έσβησαν και το φριχτό σκοτάδι του φόβου επανήλθε στο ανήσυχο σπίτι της οδού Μαυρομιχάλη…

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΣΚΡΙΠ”, στις 02/09/1913…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *